- καταγνάμπτω
- καταγνάμπτω,A bend down, AP4.3b.5 (Agath.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταγνάμπτω — (Α) κατακάμπτω, κάνω κάτι να λυγίσει εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γνάμπτω «κάμπτω»] … Dictionary of Greek
καταγνάμπτουσα — καταγνάμπτω bend down pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)